- ορειοβάτης
- ὀρειοβάτης, ὁ (Α)βλ. ορειβάτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρειοβάτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρειοβάταν — ὀρειοβάτᾱν , ὀρειοβάτης masc acc sg (epic doric aeolic) ὀρειοβάτης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek
ορεοβάτης — ὀρεοβάτης, ὁ (Α) βλ. ορειοβάτης … Dictionary of Greek